- παραλεαίνω
- Α(στην ιατρική) καθιστώ κάτι λείο, λειαίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + λεαίνω / λειαίνω (< λεῖος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραλεαντικός — ή, όν, Α [παραλεαίνω] (για πράγματα) αυτός που έχει λειαντική ιδιότητα, που καθιστά κάτι λείο … Dictionary of Greek